- εφημερεύων
- ουσα , ον дежурный;
εφημερεύων ιατρός — дежурный врач;
εφημερεύων αξιωματικός — дежурный офицер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφημερεύων ιατρός — дежурный врач;
εφημερεύων αξιωματικός — дежурный офицер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
εφημερεύω — βλ. πίν. 19 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: εφημερεύω : εύχρηστη είναι και η λόγια μτχ. ενεστώτα σε εκφρ. όπως εφημερεύων ιατρός, εφημερεύον φαρμακείο κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής